- ἄκτορες
- ἄκτωρleadermasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἄκτορες — Ἄκτωρ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόμος — και ποιητ. τ. πρόμνος και πράμος, ὁ, Α 1. ο πρώτιστος 2. (στον Όμ.) πρόμαχος («πρόμος ἵσταται ὧδε μενοινῶν», Ομ. Ιλ.) 3. (με δοτ.) αντίπαλος, αντιμέτωπος («μηδὲ πρόμος ἵστασο τούτῳ», Ομ. Ιλ.) 4. γεν. αρχηγός («Ἀχαιῶν ἄκτορές τε καὶ πρόμοι»,… … Dictionary of Greek